σκόπελος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκόπελος:''' ὁ ([[σκοπέω]]), [[τόπος]] που είναι [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κάποιος]] απ' αυτόν, [[παρατηρητήριο]], ψηλός [[βράχος]] ή [[κορυφή]], [[κορφοβούνι]], [[ακρωτήριο]] ή υπερυψωμένος και [[απόκρημνος]] [[παραθαλάσσιος]] [[τόπος]], [[σκόπελος]], Λατ. [[scopulus]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''σκόπελος:''' ὁ ([[σκοπέω]]), [[τόπος]] που είναι [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κάποιος]] απ' αυτόν, [[παρατηρητήριο]], ψηλός [[βράχος]] ή [[κορυφή]], [[κορφοβούνι]], [[ακρωτήριο]] ή υπερυψωμένος και [[απόκρημνος]] [[παραθαλάσσιος]] [[τόπος]], [[σκόπελος]], Λατ. [[scopulus]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκόπελος -ου, ὁ [σκοπός] kaap, klip, bergtop.
}}
}}