Anonymous

σκόπελος: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ψηλός]] απομονωμένος [[βράχος]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[ιδίως]] [[βράχος]] που εξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[είναι]] [[επικίνδυνος]] για τη [[ναυσιπλοΐα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> σοβαρό ή και ανυπέρβλητο [[εμπόδιο]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοραλλιογενής]] [[σκόπελος]]»<br /><b>γεωλ.</b> μικρό χαμηλό [[νησί]], [[συνήθως]] αμμώδες, το οποίο βρίσκεται [[πάνω]] σε μια κοραλλιογενή υφαλική [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ψηλός]] [[βράχος]] ή [[κάθε]] απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται [[προς]] την [[πλευρά]] της θάλασσας, όπως [[κορυφή]] ή [[πλαγιά]] βουνού, [[ακρωτήριο]] ή και [[ακρόπολη]] (α. «τοιγὰρ θανοῡσαι [[σκόπελον]] ἥμαξαν πέτρας», <b>Ευρ.</b><br />β. «Θηβᾱν [[σκόπελος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κανείς]] από αυτόν, [[σκοπιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιξοότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκοπέλου [[τέλος]]» — [[ειδικός]] [[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών πύργων παρατήρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το [[σκοπός]] «επιβλέπων, [[παρατηρητής]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέπτομαι]]) με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέφος]]: <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε [[κάποιος]] να κατοπτεύει (<b>πρβλ.</b> [[σκοπιά]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ψηλός]] απομονωμένος [[βράχος]] [[μέσα]] στη [[θάλασσα]], [[ιδίως]] [[βράχος]] που εξέχει από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας και [[είναι]] [[επικίνδυνος]] για τη [[ναυσιπλοΐα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> σοβαρό ή και ανυπέρβλητο [[εμπόδιο]] (α. «η [[κυβέρνηση]] κατόρθωσε να παρακάμψει τον σκόπελο της γραφειοκρατίας» β. «τὸ τῆς ἀσεβείας κῡμα προσέκρουσεν τῷ σκοπέλῳ τῆς καθαιρέσεως», Νεστ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κοραλλιογενής]] [[σκόπελος]]»<br /><b>γεωλ.</b> μικρό χαμηλό [[νησί]], [[συνήθως]] αμμώδες, το οποίο βρίσκεται [[πάνω]] σε μια κοραλλιογενή υφαλική [[τράπεζα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[ψηλός]] [[βράχος]] ή [[κάθε]] απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται [[προς]] την [[πλευρά]] της θάλασσας, όπως [[κορυφή]] ή [[πλαγιά]] βουνού, [[ακρωτήριο]] ή και [[ακρόπολη]] (α. «τοιγὰρ θανοῡσαι [[σκόπελον]] ἥμαξαν πέτρας», <b>Ευρ.</b><br />β. «Θηβᾱν [[σκόπελος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κανείς]] από αυτόν, [[σκοπιά]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντιξοότητα]], [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκοπέλου [[τέλος]]» — [[ειδικός]] [[φόρος]] για τη [[συντήρηση]] τών πύργων παρατήρησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το [[σκοπός]] «επιβλέπων, [[παρατηρητής]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέπτομαι]]) με [[επίθημα]] -<i>ελος</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέφος]]: <i>νεφ</i>-<i>έλη</i>). Η λ. είχε τη σημ. του υψώματος, του βράχου απ' όπου μπορούσε [[κάποιος]] να κατοπτεύει (<b>πρβλ.</b> [[σκοπιά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκόπελος:''' ὁ ([[σκοπέω]]), [[τόπος]] που είναι [[κατάλληλος]] για να παρατηρεί [[κάποιος]] απ' αυτόν, [[παρατηρητήριο]], ψηλός [[βράχος]] ή [[κορυφή]], [[κορφοβούνι]], [[ακρωτήριο]] ή υπερυψωμένος και [[απόκρημνος]] [[παραθαλάσσιος]] [[τόπος]], [[σκόπελος]], Λατ. [[scopulus]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}