συνειλέω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συσσωρεύω]], [[στριμώχνω]], [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[δένω]] [[σφιχτά]] μαζί, [[κουβαριάζω]], [[συνδέω]], στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συνειλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συσσωρεύω]], [[στριμώχνω]], [[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]], [[συνάγω]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πράγματα, [[δένω]] [[σφιχτά]] μαζί, [[κουβαριάζω]], [[συνδέω]], στον ίδ. — Παθ., είμαι συσσωρευμένος, συνωστισμένος, στριμωγμένος, συμπιεσμένος, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ειλέω bijeendrijven, samenpersen, samenproppen; met εἰς + acc. in iets:; τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας... ἐς τοὺς νεωσοίκους συνειλήσας toen hij de kinderen en de vrouwen in de boothuizen bij elkaar had gedreven Hdt. 3.45.4; pass..; εἰς ἔλαττον συνειλοῦντο zij werden nog dichter bij elkaar gedreven Xen. Hell. 7.2.8; ἐς κυκεῶνα τὰ πάντα συνειλέονται alles wordt tot een brij samengeperst Luc. 27.14; van stokjes samenbinden. Hdt. 4.67.1. oprollen:. βιβλίον een boekrol Luc. 43.9.
}}
}}