προεργάζομαι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεργάζομαι:''' αποθ. με μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ή [[εργάζομαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>τὰ προειργασμένα</i>, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη [[δόξα]], η [[δόξα]] που κερδήθηκε από [[πριν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προεργάζομαι:''' αποθ. με μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ή [[εργάζομαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>τὰ προειργασμένα</i>, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη [[δόξα]], η [[δόξα]] που κερδήθηκε από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.
}}
}}