Anonymous

προεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />[[επεξεργάζομαι]] ή [[κατεργάζομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων [[κατασκευάζω]] εκ τών προτέρων, [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], [[προκαταρτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[γεωργία]]) [[καλλιεργώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ολοκληρώνομαι [[προηγουμένως]].
|mltxt=ΝΑ<br />[[επεξεργάζομαι]] ή [[κατεργάζομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων [[κατασκευάζω]] εκ τών προτέρων, [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προπαρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]], [[προκαταρτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[γεωργία]]) [[καλλιεργώ]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> ολοκληρώνομαι [[προηγουμένως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεργάζομαι:''' αποθ. με μέλ. <i>-άσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· κάνω [[κάτι]] ή [[εργάζομαι]] από [[πριν]], σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. [[σημασία]], <i>τὰ προειργασμένα</i>, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη [[δόξα]], η [[δόξα]] που κερδήθηκε από [[πριν]], σε Ξεν.
}}
}}