σκύφος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκύφος:''' [ῠ], -ου, ὁ ή [[σκύφος]][ῠ],, -εος, τό, [[κύπελλο]], [[ποτήρι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[κάδος]] για το [[άρμεγμα]], για τη [[συγκέντρωση]] του γάλακτος, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σκύφος:''' [ῠ], -ου, ὁ ή [[σκύφος]][ῠ],, -εος, τό, [[κύπελλο]], [[ποτήρι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· [[κάδος]] για το [[άρμεγμα]], για τη [[συγκέντρωση]] του γάλακτος, σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκύφος -ου, ὁ en σκύφος -εος, contr. -ους, τό [~ σκάφος?] drinkgerei, beker.
}}
}}