κάχρυς: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάχρῠς:''' -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο φτιαχνόταν το [[κριθάρι]] του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το [[τρίψιμο]] (<i>ἄλφιτα</i>), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κάχρῠς:''' -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο φτιαχνόταν το [[κριθάρι]] του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το [[τρίψιμο]] (<i>ἄλφιτα</i>), σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάχρυς -υος, ἡ [~ κέγχρος] acc. plur. κάχρυς, gerst (graansoort).
}}
}}