Anonymous

κάχρυς: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάχρυς]], -ος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το καρβουντισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών<br /><b>3.</b> (για [[φυτό]]) α) [[κάλυκας]]<br />β) [[βλαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κάχρυς]], όπως και το [[κάχρυ]], συνδέεται πιθ. με [[κέγχρος]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία συνδέονται με τη λ. <i>κάγκονος</i> «[[ξηρός]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].
|mltxt=[[κάχρυς]], -ος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το καρβουντισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> τα εξωτερικά περιβλήματα καρπών<br /><b>3.</b> (για [[φυτό]]) α) [[κάλυκας]]<br />β) [[βλαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κάχρυς]], όπως και το [[κάχρυ]], συνδέεται πιθ. με [[κέγχρος]]. Η [[υπόθεση]] [[κατά]] την οποία συνδέονται με τη λ. <i>κάγκονος</i> «[[ξηρός]]», [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]], δεν φαίνεται πιθανή, λόγω της παρουσίας του δασέος συμφώνου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάχρῠς:''' -ῠος, ἡ, καψαλισμένο, καβουρντισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο φτιαχνόταν το [[κριθάρι]] του οποίου οι σπόροι γίνονταν στρογγυλοί με το [[τρίψιμο]] (<i>ἄλφιτα</i>), σε Αριστοφ.
}}
}}