3,277,019
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ. | |lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel. | |||
}} | }} |