Anonymous

πολύπηνος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύπηνος:''' -ον ([[πῆμα]]), αυτός που είναι υφασμένος με πυκνή [[πλέξη]], ραμμένος προσεκτικά, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύπηνος -ον [πολύς, πήνη] met dicht weefsel.
}}
}}