κηκίω: Difference between revisions

269 bytes added ,  31 December 2018
nl
(5)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>κήκιον</i>, ([[κηκίς]])· [[εκρέω]], [[εκχέω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., <i>αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων</i>, σε Σοφ. (<i>ῐ</i> Επικ.· <i>ῑ</i> Αττ.).
|lsmtext='''κηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>κήκιον</i>, ([[κηκίς]])· [[εκρέω]], [[εκχέω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., <i>αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων</i>, σε Σοφ. (<i>ῐ</i> Επικ.· <i>ῑ</i> Αττ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κηκίω ep. -ῐ-; ptc. n. κηκῖον, Dor. med. acc. f. κηκιομέναν, ep. imperf. 3 sing. κήκιε, zweten, sijpelen, gutsen:. ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα bloed dat diep uit het lichaam komt sijpelen Soph. Ph. 784.
}}
}}