Anonymous

κηκίω: Difference between revisions

From LSJ
325 bytes added ,  30 December 2018
5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κηκίω]], δωρ. τ. [[κακίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[εκρέω]], [[τρέχω]] άφθονα (α. «[[θάλασσα]] δὲ κήκιε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῑνάς τε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον [[αἷμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναπέμπω]] («θερμὴν ἔτι κήκιε [[πόντος]] [[ἀϋτμήν]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κηκίομαι</i><br />(για [[αίμα]]) [[στάζω]] άφθονα, [[αναβλύζω]] («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο [[αίμα]] που ανάβλυζε από τις πληγές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κηκίς]]].
|mltxt=[[κηκίω]], δωρ. τ. [[κακίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναβλύζω]], [[εκρέω]], [[τρέχω]] άφθονα (α. «[[θάλασσα]] δὲ κήκιε πολλὴ ἂν [[στόμα]] τε ῥῑνάς τε», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον [[αἷμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναπέμπω]] («θερμὴν ἔτι κήκιε [[πόντος]] [[ἀϋτμήν]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κηκίομαι</i><br />(για [[αίμα]]) [[στάζω]] άφθονα, [[αναβλύζω]] («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο [[αίμα]] που ανάβλυζε από τις πληγές, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[κηκίς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>κήκιον</i>, ([[κηκίς]])· [[εκρέω]], [[εκχέω]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., <i>αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων</i>, σε Σοφ. (<i>ῐ</i> Επικ.· <i>ῑ</i> Αττ.).
}}
}}