3,274,214
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρᾰτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στρατηγός]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[στρατηγός]], [[φέρω]] το [[αξίωμα]] του στρατηγού, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., είμαι [[αρχηγός]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· [[διευθύνω]], [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] ως [[στρατηγός]], [[διοικώ]] στρατό, με δοτ. <i>ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι</i>, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., [[στρατηγέω]] πόλεμον, [[διευθύνω]] τον πόλεμο, σε Δημ.· με ουδ. επίθ., [[ενεργώ]] ως [[στρατηγός]], [[τοῦτο]], σε Ξεν.· <i>πάντα</i>, σε Δημ. — Παθ., καθοδηγούμαι, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. [[ποῦ]] σὺ στρατηγεῖς [[τοῦδε]]; πώς ισχυρίζεσαι ότι καθοδηγείς, κυβερνάς, έχεις στις διαταγές [[σου]] αυτόν τον άνθρωπο; σε Σοφ. | |lsmtext='''στρᾰτηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[στρατηγός]])·<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[στρατηγός]], [[φέρω]] το [[αξίωμα]] του στρατηγού, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., είμαι [[αρχηγός]] του στρατεύματος, σε Ηρόδ., Αττ.· [[διευθύνω]], [[οδηγώ]] το [[στράτευμα]] ως [[στρατηγός]], [[διοικώ]] στρατό, με δοτ. <i>ἐστρατήγησε Λακεδαιμονίοισι</i>, σε Ηρόδ.· με σύστ. αντ., [[στρατηγέω]] πόλεμον, [[διευθύνω]] τον πόλεμο, σε Δημ.· με ουδ. επίθ., [[ενεργώ]] ως [[στρατηγός]], [[τοῦτο]], σε Ξεν.· <i>πάντα</i>, σε Δημ. — Παθ., καθοδηγούμαι, σε Πλάτ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. [[ποῦ]] σὺ στρατηγεῖς [[τοῦδε]]; πώς ισχυρίζεσαι ότι καθοδηγείς, κυβερνάς, έχεις στις διαταγές [[σου]] αυτόν τον άνθρωπο; σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρατηγέω [στρατηγός] commandant zijn, legeraanvoerder zijn: intrans..; τοσαῦτα ἐξεργάσατο στρατηγήσας al die dingen deed hij als legeraanvoerder Hdt. 5.28; met gen. of dat.:; τῶν Λυδῶν van de Lydiërs Hdt. 1.34.3; Λακεδαιμονίοισι van de Spartanen Hdt. 6.72.1; in Rome: praetor zijn. Plut. CMa 4.4. alg. leiden, aanvoeren; pass. aangevoerd worden (door), onder het commando staan (van):. δυοῖν γερόντοιν στρατηγεῖται φυγή de leiding van de vlucht ligt bij twee oude mensen Eur. Hcld. 39; ἡ... πόλις ὑπὸ ὑμῶν... στρατηγεῖται de stad staat onder jullie commando Plat. Ion 541c; στρατηγεῖσθ ’ ὑπ ’ ἐκείνου jullie staan onder zijn leiding Dem. 4.41. (als legeraanvoerder) uitvoeren; met acc. v. h. inw. obj.:; σ. στρατηγίας het ambt van legeraanvoerder bekleden And. 1.147; τὸν τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν στρατηγοῦντα degene die de leiding had over de zeeslag bij Salamis Dem. 13.21; met ὑπέρ + gen. ten behoeve van iem.; pass. subst.. τὰ στρατηγούμενα de krijgsverrichtingen Dem. 4.25. manoeuvreren om, erop zinnen (om te), met inf.: σ. δι ’ ὁμαλοῦ τὴν μάχην θέσθαι erop aansturen om de strijd te laten plaatsvinden op vlak terrein Plut. Pyrrh. 21.8. | |||
}} | }} |