3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαρκῐκός:''' -ή, -όν ([[σάρξ]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάρκα]], [[σάρκινος]], [[υλικός]], [[αισθησιακός]], αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ. | |lsmtext='''σαρκῐκός:''' -ή, -όν ([[σάρξ]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάρκα]], [[σάρκινος]], [[υλικός]], [[αισθησιακός]], αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σαρκικός -ή -όν [σάρξ] vlees-, vleselijk:; σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι vleselijke begeerten NT 1 Pet. 2.11; overdr., tegenover geestelijk. σαρκικοί ἐστε gij zijt nog aan deze wereld gebonden NT 1 Cor. 3.3; τὰ σαρκικά het materiële NT Rom. 15.27. | |||
}} | }} |