Anonymous

σαρκικός: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαρκῐκός:''' -ή, -όν ([[σάρξ]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάρκα]], [[σάρκινος]], [[υλικός]], [[αισθησιακός]], αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.
|lsmtext='''σαρκῐκός:''' -ή, -όν ([[σάρξ]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάρκα]], [[σάρκινος]], [[υλικός]], [[αισθησιακός]], αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=σαρκικός -ή -όν [σάρξ] vlees-, vleselijk:; σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι vleselijke begeerten NT 1 Pet. 2.11; overdr., tegenover geestelijk. σαρκικοί ἐστε gij zijt nog aan deze wereld gebonden NT 1 Cor. 3.3; τὰ σαρκικά het materiële NT Rom. 15.27.
}}
}}