σύνοπτος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνοπτος:''' -ον ([[ὄψομαι]]), αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κάποιος]] με μια [[ματιά]], σε Αριστ.
|lsmtext='''σύνοπτος:''' -ον ([[ὄψομαι]]), αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κάποιος]] με μια [[ματιά]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύνοπτος -ον [συνοράω] goed zichtbaar.
}}
}}