Anonymous

σύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]] [[μεμιάς]], [[κάτοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[κίνδυνος]] ἅπασι [[σύνοπτος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]] («σύνοπτα<br />ευνόητα», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν συνόπτῳ [[εἰμί]]» — [[είμαι]] σε τέτοια [[απόσταση]] ώστε να [[βλέπω]] τη Γη <b>(Αισχίν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]] [[μεμιάς]], [[κάτοπτος]], [[ολοφάνερος]] («[[κίνδυνος]] ἅπασι [[σύνοπτος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανοητός]], [[εύληπτος]] («σύνοπτα<br />ευνόητα», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν συνόπτῳ [[εἰμί]]» — [[είμαι]] σε τέτοια [[απόσταση]] ώστε να [[βλέπω]] τη Γη <b>(Αισχίν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) «[[ορατός]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύνοπτος:''' -ον ([[ὄψομαι]]), αυτός τον οποίο μπορεί να δει [[κάποιος]] με μια [[ματιά]], σε Αριστ.
}}
}}