ἄσπαρτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσπαρτος:''' -ον ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη γη, [[άσπαρτος]], [[ακαλλιέργητος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει [[μόνος]] του, [[αυτοφυής]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἄσπαρτος:''' -ον ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη γη, [[άσπαρτος]], [[ακαλλιέργητος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει [[μόνος]] του, [[αυτοφυής]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσπαρτος:''' <b class="num">1)</b> незасеянный, т. е. невозделанный (sc. γῆ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> несеянный, т. е. дикорастущий (sc. φυτά Hom.).
}}
}}