Anonymous

ἄσπαρτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπαρτος]], -ον) [[σπείρω]]<br />(για αγρό) [[εκείνος]] στον οποίο δεν έχουν σπείρει [[τίποτε]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει [[ακόμη]] («άσπαρτα φασόλια»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>άσπαρτο</i>, το<br />το [[φυτό]] ερύγγιο το πεδινό, το [[βοτάνι]] της αγάπης, το μοσκάγκαθο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναπαράγεται με [[σπορά]], ο [[αυτοφυής]]<br /><b>2.</b> αποδίδεται στην [[παρθενική]] [[γέννηση]] του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)<br /><b>3.</b> α) ο [[ακαλλιέργητος]], ο [[βάρβαρος]]<br />β) <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον [[γένος]]»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσπαρτος]], -ον) [[σπείρω]]<br />(για αγρό) [[εκείνος]] στον οποίο δεν έχουν σπείρει [[τίποτε]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει [[ακόμη]] («άσπαρτα φασόλια»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>άσπαρτο</i>, το<br />το [[φυτό]] ερύγγιο το πεδινό, το [[βοτάνι]] της αγάπης, το μοσκάγκαθο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν αναπαράγεται με [[σπορά]], ο [[αυτοφυής]]<br /><b>2.</b> αποδίδεται στην [[παρθενική]] [[γέννηση]] του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)<br /><b>3.</b> α) ο [[ακαλλιέργητος]], ο [[βάρβαρος]]<br />β) <b>μτφ.</b> αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον [[γένος]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσπαρτος:''' -ον ([[σπείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τη γη, [[άσπαρτος]], [[ακαλλιέργητος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει [[μόνος]] του, [[αυτοφυής]], στο ίδ.
}}
}}