συμπίτνω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπίτνω:''' ποιητ. αντί συμ-[[πίπτω]], όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή [[προσκρούω]] μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συντρέχω]], [[συνεργώ]], στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''συμπίτνω:''' ποιητ. αντί συμ-[[πίπτω]], όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή [[προσκρούω]] μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συντρέχω]], [[συνεργώ]], στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπίτνω:''' <b class="num">1)</b> устремляться друг на друга сталкиваться: [[βοᾷ]] [[κλύδων]] ξυμπίτνων Aesch. сшибаясь, ревут волны;<br /><b class="num">2)</b> встречаться, сходиться: εἰς ἓν σ. Aesch. сводиться к одному; εἰς ταυτὸν σ. τινί Eur. как раз в этот момент повстречаться с кем-л.;<br /><b class="num">3)</b> случаться, приключаться, выпадать на долю (τινί Eur.).
}}
}}