Anonymous

συμπίτνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπίπτω]].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμπίπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπίτνω:''' ποιητ. αντί συμ-[[πίπτω]], όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·<br /><b class="num">I.</b> [[πέφτω]] ή [[προσκρούω]] μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[συντρέχω]], [[συνεργώ]], στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.
}}
}}