ὀχυρόω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] σταθερό και ασφαλές, [[ενισχύω]], σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ὀχῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] σταθερό και ασφαλές, [[ενισχύω]], σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχῠρόω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> укреплять (τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις ὀχυροῦται Plat.; ὀ. τὴν πόλιν Polyb.; ὀ. τὰς πύλας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воен. обеспечивать (τὰ τείχη φύλαξιν Xen.).
}}
}}