3,274,915
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀχῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] σταθερό και ασφαλές, [[ενισχύω]], σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀχῠρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] σταθερό και ασφαλές, [[ενισχύω]], σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχῠρόω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> укреплять (τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις ὀχυροῦται Plat.; ὀ. τὴν πόλιν Polyb.; ὀ. τὰς πύλας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> воен. обеспечивать (τὰ τείχη φύλαξιν Xen.). | |||
}} | }} |