ἅμιππος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμιππος:''' быстрый как конь ([[Βορεάς]] Soph.).
}}
}}