3,270,629
edits
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]]. | |mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν. | |||
}} | }} |