3,277,300
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τροχερός:''' -ά, -όν ([[τροχός]]), αυτός που τρέχει, [[ταχύς]], σε Αριστ. | |lsmtext='''τροχερός:''' -ά, -όν ([[τροχός]]), αυτός που τρέχει, [[ταχύς]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τροχερός -ά -όν [τρόχος] snel bewegend. | |||
}} | }} |