Anonymous

τροχερός: Difference between revisions

From LSJ
6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τροχάζει, που τρέχει<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[γοργός]], γρήγορος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τροχάζει, που τρέχει<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[γοργός]], γρήγορος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρυφ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροχερός:''' -ά, -όν ([[τροχός]]), αυτός που τρέχει, [[ταχύς]], σε Αριστ.
}}
}}