κινδύνευμα: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κινδύνευμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[κινδυνεύω]]), διακινδύνευση, [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]], τολμηρό [[εγχείρημα]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''κινδύνευμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[κινδυνεύω]]), διακινδύνευση, [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]], τολμηρό [[εγχείρημα]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κινδύνευμα:''' ατος (δῡ) τό смелый замысел, отважное предприятие, опасное решение, рискованный шаг: ποῖόν τι κ.; Soph. что ты задумал(а)?; τὸ κ. κινδυνεύειν Plat. подвергать себя опасности.
}}
}}