Anonymous

κινδύνευμα: Difference between revisions

From LSJ
5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κινδύνευμα]], τὸ (Α) [[κινδυνεύω]]<br />επικίνδυνη τολμηρή [[ενέργεια]], [[τόλμημα]] («πλεῑστ' [[ἀνήρ]] ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ' ἐν τὠμῷ κάρᾳ», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[κινδύνευμα]], τὸ (Α) [[κινδυνεύω]]<br />επικίνδυνη τολμηρή [[ενέργεια]], [[τόλμημα]] («πλεῑστ' [[ἀνήρ]] ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ' ἐν τὠμῷ κάρᾳ», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κινδύνευμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[κινδυνεύω]]), διακινδύνευση, [[τόλμημα]], [[εγχείρημα]], τολμηρό [[εγχείρημα]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}