σῖγα: Difference between revisions

575 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῖγᾰ:''' επίρρ. ([[σιγή]]),<br /><b class="num">1.</b> σιωπηλά, [[ήσυχα]]· [[σῖγα]] ἔχειν, είμαι [[σιωπηλός]], σε Σοφ.· [[κάθησο]] [[σῖγα]], σε Αριστοφ.· μόνο του, [[σῖγα]], [[σιωπή]]! κάτσε [[φρόνιμος]]! «[[σουτ]]»! σε Αισχύλ. ο [[δημόσιος]] [[κήρυκας]] αναγγέλλοντας [[σιωπητήριο]] έλεγε [[σῖγα]] [[πᾶς]] (ενν. [[ἔστω]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, [[κρυφά]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''σῖγᾰ:''' επίρρ. ([[σιγή]]),<br /><b class="num">1.</b> σιωπηλά, [[ήσυχα]]· [[σῖγα]] ἔχειν, είμαι [[σιωπηλός]], σε Σοφ.· [[κάθησο]] [[σῖγα]], σε Αριστοφ.· μόνο του, [[σῖγα]], [[σιωπή]]! κάτσε [[φρόνιμος]]! «[[σουτ]]»! σε Αισχύλ. ο [[δημόσιος]] [[κήρυκας]] αναγγέλλοντας [[σιωπητήριο]] έλεγε [[σῖγα]] [[πᾶς]] (ενν. [[ἔστω]]), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> μέσα απ' τα δόντια, ψιθυριστά, [[κρυφά]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῖγα:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> молча: [[σῖγα]]! Aesch. молчи(те)!, тише!; οὐ σ.; Aesch. да замолчишь ли ты?; σῖγ᾽ (ἔχουσα) πρόσμενε Soph. храни молчание; σ. κηρύσσειν Eur. через глашатая давать знак к молчанию;<br /><b class="num">2)</b> тайком, втайне, неслышно (σῖγ᾽ ἐπέρχεται [[φάτις]] Soph.): γελῶσι σῖγ᾽ ἔχοντες Soph. они втайне смеются.
}}
}}