3,273,401
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γομφόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνδέω]] με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], το [[κοίλωμα]] (το [[σκαρί]]) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''γομφόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνδέω]] με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], το [[κοίλωμα]] (το [[σκαρί]]) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γομφόω:''' <b class="num">1)</b> сколачивать гвоздями, скреплять (γεγόμφωται [[σκάφος]] στρέβλαισι Aesch.; [[ναῦς]] γομφωθεῖσα Anth.): γομφούμενα πάντα καὶ κολλώμενά (sc. ἐστιν) Arph. все сколачивается и склеивается, т. е. приготовления идут полным ходом;<br /><b class="num">2)</b> свертывать ([[γάλα]] Emped. ap. Plut.). | |||
}} | }} |