Anonymous

γομφόω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γομφόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνδέω]] με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], το [[κοίλωμα]] (το [[σκαρί]]) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''γομφόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνδέω]] με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], το [[κοίλωμα]] (το [[σκαρί]]) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γομφόω:''' <b class="num">1)</b> сколачивать гвоздями, скреплять (γεγόμφωται [[σκάφος]] στρέβλαισι Aesch.; [[ναῦς]] γομφωθεῖσα Anth.): γομφούμενα πάντα καὶ κολλώμενά (sc. ἐστιν) Arph. все сколачивается и склеивается, т. е. приготовления идут полным ходом;<br /><b class="num">2)</b> свертывать ([[γάλα]] Emped. ap. Plut.).
}}
}}