3,273,754
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φέρτᾰτος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> γενναιότατος, [[άριστος]], σε Όμηρ.· λέγεται για πράγματα, <i>κακῶν φέρτατον</i>, το καλύτερο, δηλ. το μικρότερο [[κακό]] από [[δύο]] [[κακά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> στον τύπο [[φέριστος]], στο ίδ.· συνηθέστερα στην κλητ. <i>φέριστε</i>, στο ίδ., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. [[φέρτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, γενναιότερος, [[καλύτερος]], σε Όμηρ.· <i>πολὺ φέρτερόν ἐστι</i>, είναι [[πολύ]] καλύτερο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τέττιγος φέρτερον ᾄδεις</i>, ως επίρρ., σε Θεόκρ. (Ο θετ. βρίσκεται στο <i>προ-φερής</i>· πιθ. η [[ρίζα]] είναι <i>φέρ-εσθαι</i>, έτσι ώστε η πρώτη [[σημασία]] πιθ. θα ήταν, ο γρήγορος στη [[δράση]], [[ρωμαλέος]]). | |lsmtext='''φέρτᾰτος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> γενναιότατος, [[άριστος]], σε Όμηρ.· λέγεται για πράγματα, <i>κακῶν φέρτατον</i>, το καλύτερο, δηλ. το μικρότερο [[κακό]] από [[δύο]] [[κακά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> στον τύπο [[φέριστος]], στο ίδ.· συνηθέστερα στην κλητ. <i>φέριστε</i>, στο ίδ., Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> συγκρ. [[φέρτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, γενναιότερος, [[καλύτερος]], σε Όμηρ.· <i>πολὺ φέρτερόν ἐστι</i>, είναι [[πολύ]] καλύτερο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τέττιγος φέρτερον ᾄδεις</i>, ως επίρρ., σε Θεόκρ. (Ο θετ. βρίσκεται στο <i>προ-φερής</i>· πιθ. η [[ρίζα]] είναι <i>φέρ-εσθαι</i>, έτσι ώστε η πρώτη [[σημασία]] πιθ. θα ήταν, ο γρήγορος στη [[δράση]], [[ρωμαλέος]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φέρτᾰτος:''' [[φέρω]] - superl. без posit.] превосходнейший, лучший (λόγοι Pind.; χερσίν τε βίῃφί τε φέρτατοι Hom.): κακῶν δέ κε φέρτατον εἴη Hom. из (всех) зол (это) было бы, ведь, наименьшее. | |||
}} | }} |