δίβολος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίβολος:''' -ον ([[δίς]], [[βάλλω]]), αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.
|lsmtext='''δίβολος:''' -ον ([[δίς]], [[βάλλω]]), αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίβολος:''' о двух остриях, обоюдоострый ([[ἄκων]] Eur.; [[περόνη]] Anth.).
}}
}}