Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίβολος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε<br /><b>2.</b> διφορούμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο αιχμές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίβολον</i><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]].
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε<br /><b>2.</b> διφορούμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο αιχμές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίβολον</i><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίβολος:''' -ον ([[δίς]], [[βάλλω]]), αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}