ἄμαχος: Difference between revisions

1,094 bytes added ,  31 December 2018
1
(2)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμαχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που είναι δίχως [[μάχη]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] με το οποίο δεν αντιμάχεται [[κανένας]], [[ακυρίευτος]], [[ακαταγώνιστος]], [[αήττητος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τόπους, [[απόρθητος]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[ακαταμάχητος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει [[διάθεση]] να πολεμήσει, [[φιλήσυχος]], [[φιλειρηνικός]], σε Αισχύλ.· μη φιλέριδος, [[φιλόνικος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἄμαχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που είναι δίχως [[μάχη]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] με το οποίο δεν αντιμάχεται [[κανένας]], [[ακυρίευτος]], [[ακαταγώνιστος]], [[αήττητος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τόπους, [[απόρθητος]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[ακαταμάχητος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει [[διάθεση]] να πολεμήσει, [[φιλήσυχος]], [[φιλειρηνικός]], σε Αισχύλ.· μη φιλέριδος, [[φιλόνικος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμᾰχος:''' <b class="num">1)</b> непреодолимый, непобедимый ([[ἔθνος]] Her.; [[δύναμις]] Plat.; [[στρατιά]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> неприступный (τὸ [[χωρίον]] τῆς ἀκροπόλιος Her.);<br /><b class="num">3)</b> неотвратимый ([[κακόν]] Pind.; [[ἄλγος]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> неопровержимый, убедительный (ὁ [[τόνος]] τῆς παρρησίας Plut.);<br /><b class="num">5)</b> неотразимый, обаятельный ([[πρᾶγμα]], sc. [[γυνή]] Xen., Plut.);<br /><b class="num">6)</b> неисполнимый, невозможный (ἄμαχόν - sc. ἐστι - [[κρύψαι]] τι Pind.);<br /><b class="num">7)</b> не участвовавший в сражении: τὴν ἡμέραν ἄμαχοι [[διήγαγον]] Xen. (этот) день они провели без боя;<br /><b class="num">8)</b> незлобивый, миролюбивый ([[ἀνήρ]] NT).
}}
}}