Anonymous

ἄμαχος: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμαχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[μάχη]] ή σε πόλεμο<br /><b>2.</b> ο μη [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μάχη]], [[φιλειρηνικός]], [[απόλεμος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[μάχιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[ακαταμάχητος]], [[ακαταγώνιστος]], [[αήττητος]]<br /><b>2.</b> (για τόπους ή τοποθεσίες) [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[ακαταπολέμητος]], [[ακατάσχετος]]<br /><b>4.</b> (απρόσωπη [[έκφραση]]) <i>ἄμαχόν ἐστι</i> (<span style="color: red;">+</span> απαρέμφ.)<br />[[είναι]] αδύνατον να...<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἄμαχον πρᾱγμα», για [[γυναίκα]] της οποίας η [[ομορφιά]] [[είναι]] ακαταμάχητη, που [[κανείς]] δεν μπορεί να της αντισταθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄμαχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε [[μέρος]] σε [[μάχη]] ή σε πόλεμο<br /><b>2.</b> ο μη [[επιρρεπής]] [[προς]] τη [[μάχη]], [[φιλειρηνικός]], [[απόλεμος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[μάχιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[ακαταμάχητος]], [[ακαταγώνιστος]], [[αήττητος]]<br /><b>2.</b> (για τόπους ή τοποθεσίες) [[απόρθητος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) [[ακαταπολέμητος]], [[ακατάσχετος]]<br /><b>4.</b> (απρόσωπη [[έκφραση]]) <i>ἄμαχόν ἐστι</i> (<span style="color: red;">+</span> απαρέμφ.)<br />[[είναι]] αδύνατον να...<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἄμαχον πρᾱγμα», για [[γυναίκα]] της οποίας η [[ομορφιά]] [[είναι]] ακαταμάχητη, που [[κανείς]] δεν μπορεί να της αντισταθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μάχη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμαχος:''' -ον ([[μάχη]]), αυτός που είναι δίχως [[μάχη]]·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[πρόσωπο]] με το οποίο δεν αντιμάχεται [[κανένας]], [[ακυρίευτος]], [[ακαταγώνιστος]], [[αήττητος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για τόπους, [[απόρθητος]], στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, [[ακαταμάχητος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν έχει παλέψει, δεν έχει αναμιχθεί στη [[μάχη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν έχει [[διάθεση]] να πολεμήσει, [[φιλήσυχος]], [[φιλειρηνικός]], σε Αισχύλ.· μη φιλέριδος, [[φιλόνικος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}