ὀρσολοπεύω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσολοπεύω:''' ή -έω, [[ερεθίζω]], [[προκαλώ]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., <i>θυμὸςὀρσολοπεῖται</i>, η [[καρδιά]] μου ταράζεται, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀρσολοπεύω:''' ή -έω, [[ερεθίζω]], [[προκαλώ]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., <i>θυμὸςὀρσολοπεῖται</i>, η [[καρδιά]] μου ταράζεται, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσολοπεύω:''' и [[ὀρσολοπέω]] тревожить, мучить, терзать (τινα HH): ὀρσολοπεῖται [[θυμός]] Aesch. душа встревожена.
}}
}}