Anonymous

ὀρσολοπεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρσολοπεύω]] ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) [[ορσόλοπος]]<br />[[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[ταράζω]], [[διεγείρω]] [[ερεθίζω]] κάποιον.
|mltxt=[[ὀρσολοπεύω]] ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) [[ορσόλοπος]]<br />[[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[ταράζω]], [[διεγείρω]] [[ερεθίζω]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσολοπεύω:''' ή -έω, [[ερεθίζω]], [[προκαλώ]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., <i>θυμὸςὀρσολοπεῖται</i>, η [[καρδιά]] μου ταράζεται, σε Αισχύλ.
}}
}}