3,277,636
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσφρέω:''' παρατ. <i>-έφρουν</i>, μέλ. <i>-φρήσω</i> και <i>-φρήσομαι</i>· Μέσ. παρατ. <i>εἰσ-εφρούμην</i>· [[επιτρέπω]] την είσοδο, [[αποδέχομαι]], [[εισάγω]], Λατ. admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., [[φέρνω]], [[εισάγω]] μαζί με εμένα, σε Ευρ. (η [[ρίζα]] [[φρέω]], πιθ. συγγενές, συγγενική προς το [[φέρω]]· απαντά μόνο στα σύνθ. με <i>δια-</i>, <i>εἰς-</i>, <i>ἐπεις-</i>, <i>ἐκ-</i>). | |lsmtext='''εἰσφρέω:''' παρατ. <i>-έφρουν</i>, μέλ. <i>-φρήσω</i> και <i>-φρήσομαι</i>· Μέσ. παρατ. <i>εἰσ-εφρούμην</i>· [[επιτρέπω]] την είσοδο, [[αποδέχομαι]], [[εισάγω]], Λατ. admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., [[φέρνω]], [[εισάγω]] μαζί με εμένα, σε Ευρ. (η [[ρίζα]] [[φρέω]], πιθ. συγγενές, συγγενική προς το [[φέρω]]· απαντά μόνο στα σύνθ. με <i>δια-</i>, <i>εἰς-</i>, <i>ἐπεις-</i>, <i>ἐκ-</i>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσφρέω:''' <b class="num">1)</b> впускать, допускать (sc. τινα Arph.; τὸ [[στράτευμα]] Dem.); med. допускать к себе (τι Eur. и τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> поглощать, поедать (εἰσφρῆσαι [[πλῆθος]] τῶν κογχῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> входить, вторгаться (οἱ ἱππεῖς εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Polyb.). | |||
}} | }} |