Anonymous

εἰσφρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσφρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] να μπει, να περάσει, [[παραδέχομαι]]<br /><b>2.</b> [[εισδύω]], [[εισέρχομαι]]<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[καταβροχθίζω]].
|mltxt=[[εἰσφρέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] να μπει, να περάσει, [[παραδέχομαι]]<br /><b>2.</b> [[εισδύω]], [[εισέρχομαι]]<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[καταβροχθίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσφρέω:''' παρατ. <i>-έφρουν</i>, μέλ. <i>-φρήσω</i> και <i>-φρήσομαι</i>· Μέσ. παρατ. <i>εἰσ-εφρούμην</i>· [[επιτρέπω]] την είσοδο, [[αποδέχομαι]], [[εισάγω]], Λατ. admittere, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., [[φέρνω]], [[εισάγω]] μαζί με εμένα, σε Ευρ. (η [[ρίζα]] [[φρέω]], πιθ. συγγενές, συγγενική προς το [[φέρω]]· απαντά μόνο στα σύνθ. με <i>δια-</i>, <i>εἰς-</i>, <i>ἐπεις-</i>, <i>ἐκ-</i>).
}}
}}