αἰθαλόω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθᾰλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λερώνω]], [[ρυπαίνω]] με [[καπνιά]] ή καπνό, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰθᾰλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λερώνω]], [[ρυπαίνω]] με [[καπνιά]] ή καπνό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθᾰλόω:''' покрывать копотью, пачкать сажей (πέπλους Eur.).
}}
}}