3,274,216
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔποικος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ως [[μετανάστης]] ή ως [[έποικος]] σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τόπῳ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις [[εναντίον]], [[ὑμῖν]], σε Θουκ. — Παθ., ἡ [[Δεκέλεια]] τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η [[Δεκέλεια]] έχει καταληφθεί ως [[βάση]] επιχειρήσεων [[εναντίον]] της χώρας, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐποικέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἔποικος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πηγαίνω]] ως [[μετανάστης]] ή ως [[έποικος]] σε ένα [[μέρος]], εγκαθίσταμαι σ' ένα [[μέρος]], με αιτ., σε Ευρ.· <i>ἐν τόπῳ</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις [[εναντίον]], [[ὑμῖν]], σε Θουκ. — Παθ., ἡ [[Δεκέλεια]] τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η [[Δεκέλεια]] έχει καταληφθεί ως [[βάση]] επιχειρήσεων [[εναντίον]] της χώρας, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐποικέω:''' <b class="num">1)</b> селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);<br /><b class="num">3)</b> воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ [[Δεκέλεια]] φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян). | |||
}} | }} |