ἐποικέω
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
A go as settler or colonist to a place, settle in a place, c. acc., Κυκλάδας E.Ion1583; Βοιωτίαν Str.9.2.25; also ἐν τῇ Ἀσίᾳ X.Cyr. 6.2.10: abs., Pl.Lg.752e.
II to be settled near or with hostile views against, ὑμῖν Th.6.86:—Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Decelea was occupied as the seat of offensive operations against their country, Id.7.27.
German (Pape)
[Seite 1006] noch dazu bewohnen, d. h. als Ansiedler, Kolonist sich an einem Orte, der schon bewohnt ist, niederlassen, Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Eur. Ion 1583; absol., Plat. Legg. VI, 752 e; auch τοὺς Ἅλληνας τοὺς ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐποικοῦντας, die da als Ansiedler wohnen, Xen. Cyr. 6, 2, 10 u. A. – Bei Thuc. 7, 27 heißt es von Dekelea: φρου ραῖς ὑπὸ τῶν πόλεων κατὰ διαδοχὴν χρόνου ἐπιουσῶν τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, es wurde besetzt gehalten von den Bundesgenossen der Lacedämonier, die also auf fremdem Gebiete sich niederließen; vgl. 6, 86 ἐποικοῦντες ὑμῖν, Schol. ἐφεδρεύοντες.
French (Bailly abrégé)
ἐποικῶ :
1 s'établir comme colon;
2 occuper un lieu pour en faire une base d'opérations contre le pays d'alentour.
Étymologie: ἐπί, οἰκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐποικέω:
1 селиться, населять, жить (ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.);
2 колонизовать, заселять (Κυκλάδας Eur.);
3 воен. занимать (в качестве операционной базы): ἡ Δεκέλεια φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικέω: ὑπάγω ὡς ἔποικος εἴς τινα τόπον, μετ᾿ αἰτ., Κυκλάδας ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις Εὐρ. Ἴων 1583· Βοιωτίαν Στράβ. 410· ὡσαύτως, ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ξεν. Κυρ. 6. 2, 10· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 752Ε. ΙΙ. ἐγκαθίσταμαι πλησίον ἢ ἔχων ἐχθρικοὺς σκοποὺς ἐναντίον τινός, ὑμῖν Θουκ. 6. 86· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο, ἡ Δεκέλεια κατῳκεῖτο ὑπὸ τῶν πολεμίων ὡς ὁρμητήριον ἐπιδρομῶν κατὰ τῆς χώρας (δηλ. τῆς Ἀττικῆς), Θουκ. 7. 27.
Greek Monotonic
ἐποικέω: μέλ. -ήσω (ἔποικος)·
I. πηγαίνω ως μετανάστης ή ως έποικος σε ένα μέρος, εγκαθίσταμαι σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Ευρ.· ἐν τόπῳ, σε Ξεν.
II. εγκαθίσταμαι με εχθρικές προθέσεις εναντίον, ὑμῖν, σε Θουκ. — Παθ., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται, η Δεκέλεια έχει καταληφθεί ως βάση επιχειρήσεων εναντίον της χώρας, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω ἔποικος
I. to go as settler or colonist to a place, to settle in a place, c. acc., Eur.; ἐν τόπῳ Xen.
II. to be settled with hostile views against, ὑμῖν Thuc.: Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐποικεῖται Deceleia is occupied as a base of operations against the country, Thuc.
Lexicon Thucydideum
habitare iuxta (de infesta et hostili vicinitate), to dwell near (of dangerous and hostile neighborhood), 6.86.3,
PASS. 7.27.3.