ὁμηλικία: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμηλῐκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να έχει [[κάποιος]] την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ιδίως]] λέγεται για νέους· και, ως περιληπτικό, συνομήλικοι, φίλοι, σύντροφοι κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όταν απευθύνεται σε [[γυναίκα]], =[[ὁμῆλιξ]], ὁμηλικίη δέ μοι [[αὐτῷ]], μα εσύ έχεις την [[ίδια]] [[ηλικία]] με μένα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὁμηλῐκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να έχει [[κάποιος]] την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ιδίως]] λέγεται για νέους· και, ως περιληπτικό, συνομήλικοι, φίλοι, σύντροφοι κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όταν απευθύνεται σε [[γυναίκα]], =[[ὁμῆλιξ]], ὁμηλικίη δέ μοι [[αὐτῷ]], μα εσύ έχεις την [[ίδια]] [[ηλικία]] με μένα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμηλῐκία:''' эп.-ион. ὁμηλῐκίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> одинаковый возраст (εἰ ὁμηλικίῃ γενοίμεθα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> ровесник, ровесница (ὁ. δέ [[μοί]] ἐσσι Hom.);<br /><b class="num">3)</b> собир. ровесники, сверстники: ὃν περὶ πάσης [[τῖεν]] ὁμηλικίης Hom. которого он чтил больше всех своих сверстников.
}}
}}