Anonymous

ὁμηλικία: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμηλικία]] και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [[ομήλιξ]]<br /><b>1.</b> [[σύμπτωση]], [[ταύτιση]] ηλικίας<br /><b>2.</b> (ως περιλπτ.) [[σύνολο]], νεαρών [[ιδίως]], ατόμων που έχουν την [[ίδια]] [[ηλικία]].
|mltxt=[[ὁμηλικία]] και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [[ομήλιξ]]<br /><b>1.</b> [[σύμπτωση]], [[ταύτιση]] ηλικίας<br /><b>2.</b> (ως περιλπτ.) [[σύνολο]], νεαρών [[ιδίως]], ατόμων που έχουν την [[ίδια]] [[ηλικία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμηλῐκία:''' Ιων. -ίη, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το να έχει [[κάποιος]] την [[ίδια]] [[ηλικία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ιδίως]] λέγεται για νέους· και, ως περιληπτικό, συνομήλικοι, φίλοι, σύντροφοι κάποιου, σε Όμηρ., Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> όταν απευθύνεται σε [[γυναίκα]], =[[ὁμῆλιξ]], ὁμηλικίη δέ μοι [[αὐτῷ]], μα εσύ έχεις την [[ίδια]] [[ηλικία]] με μένα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}