κοιτάζω: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοιτάζω:''' ([[κοίτη]]), [[βάζω]] στο [[κρεβάτι]] — Μέσ., Δωρ. αορ. αʹ <i>ἐκοιταξάμην</i>, [[πηγαίνω]] για ύπνο, [[κοιμάμαι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κοιτάζω:''' ([[κοίτη]]), [[βάζω]] στο [[κρεβάτι]] — Μέσ., Δωρ. αορ. αʹ <i>ἐκοιταξάμην</i>, [[πηγαίνω]] για ύπνο, [[κοιμάμαι]], σε Πίνδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοιτάζω [κοίτη] alleen med., zich te ruste leggen.
}}
}}