Anonymous

κοιτάζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κοιτώ, -άω (AM [[κοιτάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] ιατρικά (α. «[[πρέπει]] να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει [[συνεχώς]] πονοκεφάλους, γι' αυτό [[πρέπει]] να [[πάει]] να κοιταχτεί»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι<br />β) «κοίταξε να [[δεις]]» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με<br />γ) «κοιτώ με μισό [[μάτι]]» — [[κακοβλέπω]] κάποιον<br />δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — [[είμαι]] [[υπερόπτης]]<br />ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] και [[προσηλώνω]] τα μάτια μου [[κάπου]], [[παρατηρώ]] («μέ κοίταξε με εξεταστικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν [[καθόλου]] τα [[παιδιά]] του» β. «κοίταξε λίγο και την [[υγειά]] σου»)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] ιδιαίτερη [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] ιδιαίτερα με [[κάτι]], [[προσέχω]] (α. «κοιτάζει να [[είναι]] [[συνεπής]]» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το [[έγγραφο]];»)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]]<br /><b>6.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιβλέπω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[επιστατώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], [[κατακλίνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κλείνω]] ζώο στη [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για ζώο) έχω [[κάπου]] τη [[φωλιά]] μου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κοιτάζομαι</i><br />[[σταθμεύω]] για [[ξεκούραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]. Η νεοελλ. σημ. «[[παρατηρώ]], [[βλέπω]]» οφείλεται στην [[έννοια]] της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την [[κοίτη]] του [[κοντά]] στο [[πράγμα]] που επιτηρούσε. Ο τ. <i>κοιτώ</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κοιτάζω]]. Η [[γραφή]] <i>κυτάζω</i> ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. [[κυπτάζω]] και [[εξετάζω]]].
|mltxt=και κοιτώ, -άω (AM [[κοιτάζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] ιατρικά (α. «[[πρέπει]] να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει [[συνεχώς]] πονοκεφάλους, γι' αυτό [[πρέπει]] να [[πάει]] να κοιταχτεί»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» — να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι<br />β) «κοίταξε να [[δεις]]» — άκουσέ με προσεκτικά, πρόσεξέ με<br />γ) «κοιτώ με μισό [[μάτι]]» — [[κακοβλέπω]] κάποιον<br />δ) «κοιτώ αφ' υψηλού» — [[είμαι]] [[υπερόπτης]]<br />ε) «κοίτα τα χάλια σου» — ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] και [[προσηλώνω]] τα μάτια μου [[κάπου]], [[παρατηρώ]] («μέ κοίταξε με εξεταστικό [[βλέμμα]]»)<br /><b>2.</b> [[φροντίζω]], [[μεριμνώ]], [[νοιάζομαι]] για κάποιον (α. «δεν τον κοίταξαν [[καθόλου]] τα [[παιδιά]] του» β. «κοίταξε λίγο και την [[υγειά]] σου»)<br /><b>3.</b> [[δίνω]] ιδιαίτερη [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] ιδιαίτερα με [[κάτι]], [[προσέχω]] (α. «κοιτάζει να [[είναι]] [[συνεπής]]» β. «μπορείς να κοιτάξεις αυτό το [[έγγραφο]];»)<br /><b>4.</b> [[εξετάζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[παρακολουθώ]]<br /><b>6.</b> [[λογαριάζω]], [[υπολογίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[επιβλέπω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[επιστατώ]]<br /><b>3.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[πέφτω]] στο [[κρεβάτι]], [[πλαγιάζω]] να κοιμηθώ<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον στο [[κρεβάτι]], [[κατακλίνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κλείνω]] ζώο στη [[μάντρα]], [[μαντρώνω]] («ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για ζώο) έχω [[κάπου]] τη [[φωλιά]] μου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>κοιτάζομαι</i><br />[[σταθμεύω]] για [[ξεκούραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]]. Η νεοελλ. σημ. «[[παρατηρώ]], [[βλέπω]]» οφείλεται στην [[έννοια]] της επαγρύπνησης ενός φρουρού ή φύλακα που είχε την [[κοίτη]] του [[κοντά]] στο [[πράγμα]] που επιτηρούσε. Ο τ. <i>κοιτώ</i> [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κοιτάζω]]. Η [[γραφή]] <i>κυτάζω</i> ερμηνεύεται με συμφυρμό τών λ. [[κυπτάζω]] και [[εξετάζω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοιτάζω:''' ([[κοίτη]]), [[βάζω]] στο [[κρεβάτι]] — Μέσ., Δωρ. αορ. αʹ <i>ἐκοιταξάμην</i>, [[πηγαίνω]] για ύπνο, [[κοιμάμαι]], σε Πίνδ.
}}
}}