3,274,915
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποσῡλάω:''' отнимать, похищать, грабить (τί τινος Pind., τινά τινος Soph. и τινά τι Eur., Xen.). | |||
}} | }} |