Anonymous

ἀποσυλάω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀποσῡλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποσπώ]] [[λάφυρα]] από κάποιον, και ως εκ [[τούτου]] [[υπεξαιρώ]], [[αφαιρώ]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] από κάποιον, <i>τινά τινος</i>, σε Σοφ.· <i>τινά τι</i>, σε Ξεν. — Παθ., <i>ἀποσυλᾶσθαί τι</i>, αποστερούμαι, ληστεύομαι από [[κάτι]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσῡλάω:''' отнимать, похищать, грабить (τί τινος Pind., τινά τινος Soph. и τινά τι Eur., Xen.).
}}
}}